- χαλκογλώχις
- χαλκο-γλώχῑς, ῑνος, ὁ, ἡ,A with point or barbs of bronze,
μελίη Il.22.225
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μελίη Il.22.225
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαλκογλώχις — ινος, ὁ, ἡ, Α εφοδιασμένος με χάλκινη αιχμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + γλωχίς, ῖνος «αιχμή, μύτη» (πρβλ. τρι γλώχις)] … Dictionary of Greek